πασαλείβω

πασαλείβω
πασαλείβω, πασάλειψα βλ. πίν. 7

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πασαλείβω — βλ. πασσαλείφω …   Dictionary of Greek

  • πασαλείφω — πασαλείφω, πασάλειψα βλ. πίν. 13 και πρβλ. πασαλείβω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πασαλείφω — και πασαλείβω πασάλειψα, πασαλείφτηκα, πασαλειμμένος 1. αλείφω επιπόλαια, επιχρίζω άτεχνα κάτι: Μα το πασάλειψες, δεν το έβαψες. 2. αποκτώ ελλιπείς γνώσεις, είμαι ημιμαθής: Πήγε στο εξωτερικό και πασαλείφτηκε με λίγη φιλοσοφία. 3. λερώνω, λεκιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”